- οπλοβομβιδοβόλο(ν)
- το гранатомёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπλοβομβιδοβόλο — και οπλοβομβόλο, το στρ. φορητό όπλο με το οποίο εκτοξεύονται οπλοβομβίδες με την προσθήκη ειδικού εξαρτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοβομβίδα + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο] … Dictionary of Greek
οπλοβομβιστής — και οπλοβομβιδιοτής, ο στρ. στρατιώτης πεζικού που φέρει και χειρίζεται το οπλοβομβιδοβόλο … Dictionary of Greek
οπλοβομβόλο — το βλ. οπλοβομβιδοβόλο … Dictionary of Greek